ροδίτικος

ροδίτικος
-η, -ο
ο ροδιακός: Έχουμε στο σπίτι μας αρκετά ροδίτικα πιάτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ροδίτικος — η, ο, Ν [ροδίτης] ρόδιος, ροδιακός …   Dictionary of Greek

  • -ίτικος — κατάλ. επιθέτων τής Νέας Ελληνικής η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. ίτης με την κατάλ. ικός και δηλώνει καταγωγή, προέλευση και, γενικά, αυτό που ανήκει ή αναφέρεται σε εκείνο που σημαίνει το αντίστοιχο όν. σε ίτης (πρβλ. ανατολ… …   Dictionary of Greek

  • ροδιανός — ή, όν, Α ροδιακός, ροδίτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + κατάλ. ιανός (πρβλ. Ασ ιανός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”